συνεχομένων

συνεχομένων
συνόχωκα
to be
pres part mp fem gen pl
συνόχωκα
to be
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • одьржимыи — (126) прич. страд. наст. 1.Поддерживаемый, прикрепляемый; укрепляемый: землѧ (ж) не ѡ собѣ ѹтвердисѧ, но ѿ волна сѹщьство състави(с), ѡдержима же и та || посредѣ всѣ(х) свѧзана (ἐμπεριέχεται) ГА XIV1, 42б–в; || перен.: правоходити и ѿринѹти зла˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… …   Dictionary of Greek

  • αναχρονισμός — Η αναφορά ενός γεγονότος, όχι στον σωστό του χρόνο, αλλά σε άλλον. Αυτό γίνεται επίτηδες, για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένουσκοπού. Όταν π.χ. πούμε «Έρχομαι από τα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς κυβερνούσε τυραννικά» κάνουμε α., γιατί από το… …   Dictionary of Greek

  • απλολογία — Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο αποβάλλεται ολόκληρη συλλαβή που έχει το ίδιο ή όμοιο σύμφωνο με άλλη παρακείμενη συλλαβή. Η α. είναι συλλαβική ανομοίωση. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η εκφώνηση συνεχόμενων συλλαβών, που έχουν τους ίδιους… …   Dictionary of Greek

  • γλύκισμα — το (AM γλύκυσμα, Μ και γλύκισμα) 1. γλύκα, γλυκύτητα 2. γλυκό παρασκεύασμα με διάφορα υλικά και μέλι ή ζάχαρη νεοελλ. 1. εύγευστο έδεσμα 2. παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. νεοελλ. γλύκισμα < αρχ. γλύκυσμα <… …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • ομοιοκαταληξία — Ταυτότητα ήχων μεταξύ δύο ή περισσότερων λέξεων, μετά την τονιζόμενη συλλαβή. Γενικά, ο όρος αναφέρεται σε λέξεις που βρίσκονται στο τέλος δύο συνεχόμενων ή γειτονικών στίχων. Οι ο. λέγονται οξύτονες ή καταληκτικές, παροξύτονες και προπαροξύτονες …   Dictionary of Greek

  • οροσειρά — η σειρά συνεχόμενων ορέων, μεγάλη σύνθετη ράχη ή αλληλουχία ράχεων τού γήινου φλοιού που έχουν σαφή σχέση και αποτελούν μια αρκετά συνεχή και συμπαγή ενότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (ΙΙ) + σειρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 σον Ν. Θ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”